- τεύτλα
- Ποώδη φυτά της οικογένειας των χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Υπάρχουν 3 διαφορετικές ποικιλίες με διαφορετική χρησιμότητα η καθεμιά: ζαχαρότευτλα, κτηνοτροφικά τ. και τ. που χρησιμοποιούνται για διατροφή των ανθρώπων ή κηπευτικά τεύτλα (παντζάρια, κοκκινογούλια).
Τα τ. προέρχονται από το άγριο είδος βέτα η παράλια ή πολυετής. Η πρώτη ονομασία αναφέρεται στο γεγονός ότι το φυτό αυτοφύεται κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου, η δεύτερη στο ότι είναι κανονικά ένα πολυετές φυτό. Στην Ελλάδα αναπτύσσεται σε παραθαλάσσιους αμμότοπους και ονομάζεται άγριο σέσκουλο. Ωστόσο το είδος αυτό είναι η άγρια μορφή της Βέτας της κοινής, από την οποία υπάρχουν πολυάριθμες ποικιλίες και υποποικιλίες.
Τα ζαχαρότευτλα (βέτα η κοινή, ποικιλία ζαχαροφόρα) έχουν μια ιστορία, που χρονολογείται από το 1747, όταν δηλαδή ο Γερμανός χημικός Μάργκραφ ανακάλυψε, ότι οι χονδρές κονδυλώδεις ρίζες περιείχαν ζάχαρο (σακχαρόζη) που μπορούσε να εξαχθεί και να κρυσταλλωθεί. Η τευτλοκαλλιέργεια αναπτύχθηκε κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη και τα πρώτα εργοστάσια ζάχαρης εμφανίστηκαν στη Γερμανία και στη Γαλλία. Το φυτό έχει χοντρή κονδυλωτή ρίζα, σαρκώδη και στερεή· τα φύλλα είναι πλατιά, παχιά και ανάγλυφα. Τα ανθοφόρα στελέχη είναι ψηλά και στητά, διακλαδισμένα στην κορυφή, και φέρουν μικρά, πρασινωπά άνθη, διατεταγμένα σε κεφάλια· οι καρποί είναι καστανόμαυρα αχαίνια, με ένα μόνο σπόρο το καθένα. Οι ρίζες των ζαχαρότευτλων περιέχουν γύρω στο 70-75% νερό και 22-25% ξηρή ουσία, που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από σάκχαρα και κυρίως σακχαρόζη. Η τελευταία εξάγεται μέσω επεξεργασίας, που βασίζεται κυρίως στην εξάτμιση του ακατέργαστου σακχαρούχου χυμού, ο οποίος βγαίνει με εγχύλιση από τις ψιλοτεμαχισμένες ρίζες. Το υλικό αυτό που εξάγεται υφίσταται διαδοχικά φυγοκέντρηση, κρυστάλλωση, καθάρισμα και τέλος συσκευάζεται κατά τους διάφορους εμπορικούς τύπους.
Τα κτηνοτροφικά τ. (βέτα η κοινή, ποικιλία ράπα, μορφή άλμπα), που καλλιεργούνται στην Ευρώπη από τον 18o αι., χαρακτηρίζονται από χοντρές ρίζες που αποτελούν μια εξαιρετική κτηνοτροφή, ιδίως για τα βοοειδή και τους χοίρους.
Τα κηπευτικά τ. προέρχονται από δύο ποικιλίες: η πρώτη είναι η βέτα η κοινή (ποικιλία ράπα, μορφή ρούμπρα) που καλλιεργείται για τα γογγύλια της, τα οποία καταναλώνονται βραστά ως σαλατικό (κοκκινογούλια, παντζάρια)· η δεύτερη είναι η βέτα η κοινή (ποικιλία ράπα, μορφή σίκλα), που παράγει ρίζες πιο μικρές και φύλλα πολύ πλατιά και εδώδιμα (σέσκουλο, σέσκλο).
Στην Ελλάδα οι πρώτες ατελείς εγκαταστάσεις για τη βιομηχανική εξαγωγή ζάχαρης από ζαχαρότευτλα έγιναν από πολύ παλιά: το 1842 στο χωριό Καινούργιο της Λοκρίδας και γύρω στο 1900 στα κτήματα Ζωγράφου στη Θεσσαλία, χωρίς όμως συνέχεια.
Στα τελευταία χρόνια η καλλιέργεια ζαχαρότευτλων αναπτύχθηκε πολύ στην Ελλάδα, σε συνδυασμό και με την εγκατάσταση σύγχρονων βιομηχανικών μονάδων για την επεξεργασία τους. Κυριότερες περιοχές καλλιέργειας, σε καθεμία από τις οποίες υπάρχει και εργοστάσιο ζάχαρης, είναι: ο νομός Λάρισας, ο νομός Ημαθίας και ο νομός Σερρών.
Τα τεύτλα διακρίνονται σε τρεις διαφορετικές ποικιλίες με διαφορετική χρησιμότητα· στη φωτογραφία πατζαρια που ανήκουν στην ποικιλία των κηπευτικών τεύτλων.
Βέτα, η κοινή.
Κτηνοτροφικά τεύτλα.
Dictionary of Greek. 2013.